σκληραγωγώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σκληραγωγώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκληραγωγῶ, συνηρημένος τύπος του σκληραγωγέω < αρχαία ελληνική σκληρός + ἄγω
Προφορά
- ΔΦΑ : /skli.ɾa.ɣoˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκλη‐ρα‐γω‐γώ
Ρήμα
σκληραγωγώ, αόρ.: σκληραγώγησα, παθ.φωνή: σκληραγωγούμαι, π.αόρ.: σκληραγωγήθηκα, μτχ.π.π.: σκληραγωγημένος
Συγγενικά
- ασκληραγώγητος
- σκληραγωγημένος
- σκληραγώγηση
- σκληραγωγία
- σκληραγωγικός
- → δείτε τις λέξεις σκληρός και άγω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σκληραγωγώ | σκληραγωγούσα | θα σκληραγωγώ | να σκληραγωγώ | σκληραγωγώντας | |
| β' ενικ. | σκληραγωγείς | σκληραγωγούσες | θα σκληραγωγείς | να σκληραγωγείς | ||
| γ' ενικ. | σκληραγωγεί | σκληραγωγούσε | θα σκληραγωγεί | να σκληραγωγεί | ||
| α' πληθ. | σκληραγωγούμε | σκληραγωγούσαμε | θα σκληραγωγούμε | να σκληραγωγούμε | ||
| β' πληθ. | σκληραγωγείτε | σκληραγωγούσατε | θα σκληραγωγείτε | να σκληραγωγείτε | σκληραγωγείτε | |
| γ' πληθ. | σκληραγωγούν(ε) | σκληραγωγούσαν(ε) | θα σκληραγωγούν(ε) | να σκληραγωγούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σκληραγώγησα | θα σκληραγωγήσω | να σκληραγωγήσω | σκληραγωγήσει | ||
| β' ενικ. | σκληραγώγησες | θα σκληραγωγήσεις | να σκληραγωγήσεις | σκληραγώγησε | ||
| γ' ενικ. | σκληραγώγησε | θα σκληραγωγήσει | να σκληραγωγήσει | |||
| α' πληθ. | σκληραγωγήσαμε | θα σκληραγωγήσουμε | να σκληραγωγήσουμε | |||
| β' πληθ. | σκληραγωγήσατε | θα σκληραγωγήσετε | να σκληραγωγήσετε | σκληραγωγήστε | ||
| γ' πληθ. | σκληραγώγησαν σκληραγωγήσαν(ε) |
θα σκληραγωγήσουν(ε) | να σκληραγωγήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω σκληραγωγήσει | είχα σκληραγωγήσει | θα έχω σκληραγωγήσει | να έχω σκληραγωγήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις σκληραγωγήσει | είχες σκληραγωγήσει | θα έχεις σκληραγωγήσει | να έχεις σκληραγωγήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει σκληραγωγήσει | είχε σκληραγωγήσει | θα έχει σκληραγωγήσει | να έχει σκληραγωγήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε σκληραγωγήσει | είχαμε σκληραγωγήσει | θα έχουμε σκληραγωγήσει | να έχουμε σκληραγωγήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε σκληραγωγήσει | είχατε σκληραγωγήσει | θα έχετε σκληραγωγήσει | να έχετε σκληραγωγήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν σκληραγωγήσει | είχαν σκληραγωγήσει | θα έχουν σκληραγωγήσει | να έχουν σκληραγωγήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σκληραγωγούμαι | σκληραγωγούμουν | θα σκληραγωγούμαι | να σκληραγωγούμαι | ||
| β' ενικ. | σκληραγωγείσαι | σκληραγωγούσουν | θα σκληραγωγείσαι | να σκληραγωγείσαι | ||
| γ' ενικ. | σκληραγωγείται | σκληραγωγούνταν | θα σκληραγωγείται | να σκληραγωγείται | ||
| α' πληθ. | σκληραγωγούμαστε | σκληραγωγούμασταν σκληραγωγούμαστε |
θα σκληραγωγούμαστε | να σκληραγωγούμαστε | ||
| β' πληθ. | σκληραγωγείστε | σκληραγωγούσασταν σκληραγωγούσαστε |
θα σκληραγωγείστε | να σκληραγωγείστε | σκληραγωγείστε | |
| γ' πληθ. | σκληραγωγούνται | σκληραγωγούνταν | θα σκληραγωγούνται | να σκληραγωγούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σκληραγωγήθηκα | θα σκληραγωγηθώ | να σκληραγωγηθώ | σκληραγωγηθεί | ||
| β' ενικ. | σκληραγωγήθηκες | θα σκληραγωγηθείς | να σκληραγωγηθείς | σκληραγωγήσου | ||
| γ' ενικ. | σκληραγωγήθηκε | θα σκληραγωγηθεί | να σκληραγωγηθεί | |||
| α' πληθ. | σκληραγωγηθήκαμε | θα σκληραγωγηθούμε | να σκληραγωγηθούμε | |||
| β' πληθ. | σκληραγωγηθήκατε | θα σκληραγωγηθείτε | να σκληραγωγηθείτε | σκληραγωγηθείτε | ||
| γ' πληθ. | σκληραγωγήθηκαν σκληραγωγηθήκαν(ε) |
θα σκληραγωγηθούν(ε) | να σκληραγωγηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω σκληραγωγηθεί | είχα σκληραγωγηθεί | θα έχω σκληραγωγηθεί | να έχω σκληραγωγηθεί | σκληραγωγημένος | |
| β' ενικ. | έχεις σκληραγωγηθεί | είχες σκληραγωγηθεί | θα έχεις σκληραγωγηθεί | να έχεις σκληραγωγηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει σκληραγωγηθεί | είχε σκληραγωγηθεί | θα έχει σκληραγωγηθεί | να έχει σκληραγωγηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε σκληραγωγηθεί | είχαμε σκληραγωγηθεί | θα έχουμε σκληραγωγηθεί | να έχουμε σκληραγωγηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε σκληραγωγηθεί | είχατε σκληραγωγηθεί | θα έχετε σκληραγωγηθεί | να έχετε σκληραγωγηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν σκληραγωγηθεί | είχαν σκληραγωγηθεί | θα έχουν σκληραγωγηθεί | να έχουν σκληραγωγηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι σκληραγωγημένος - είμαστε, είστε, είναι σκληραγωγημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν σκληραγωγημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σκληραγωγημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σκληραγωγημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σκληραγωγημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι σκληραγωγημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σκληραγωγημένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.