δυσκολία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυσκολία οι δυσκολίες
      γενική της δυσκολίας των δυσκολιών
    αιτιατική τη δυσκολία τις δυσκολίες
     κλητική δυσκολία δυσκολίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δυσκολία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσκολία[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.skoˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυσκολία

Ουσιαστικό

δυσκολία θηλυκό

  1. πρόβλημα, δυσλειτουργία, η ανικανότητα να κάνει κανείς κάτι τόσο γρήγορα ή τόσο καλά όσο θα γινόταν κανονικά από άλλους
    μαθησιακές δυσκολίες, δυσκολία αναπνοής
  2. αντιξοότητα, δυσάρεστη κατάσταση ή περίοδος
    αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της ζωής πάντα με αισιοδοξία
  3. το αποτέλεσμα της ύπαρξης εμποδίων που επιβαρύνουν μια κίνηση ή μια πράξη
    με δυσκολία η κυκλοφορία στο κέντρο της πόλης λόγω των συνεχιζόμενων διαδηλώσεων

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.