άσχημος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άσχημος η άσχημη το άσχημο
      γενική του άσχημου της άσχημης του άσχημου
    αιτιατική τον άσχημο την άσχημη το άσχημο
     κλητική άσχημε άσχημη άσχημο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άσχημοι οι άσχημες τα άσχημα
      γενική των άσχημων των άσχημων των άσχημων
    αιτιατική τους άσχημους τις άσχημες τα άσχημα
     κλητική άσχημοι άσχημες άσχημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άσχημος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἄσχημος, τύπος για την αρχαία ελληνική ἀσχήμων (< ἀ- στερητικό + σχῆμα) με λόγια επίδραση στο άσκημος < κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική ἄσκημος < ελληνιστική κοινή ἄσχημος [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.sçi.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άσχημος

Επίθετο

άσχημος, -η, -ο και άσκημος, συγκριτικός: ασχημότερος

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Εκφράσεις

  • παίζω άσχημο παιχνίδι
  • την έχω άσχημα
  • το παίρνω άσχημα

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
ασχημ-, ασκημ- 
  • ασχημο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ασχημο- στο Βικιλεξικό
    όπως ασχημομούρης, ασχημόπαπο, ασχημάντρας
  • ασκημο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ασκημο- στο Βικιλεξικό
    όπως ασκημομούρης, ασκημόπαπο, ασκημάντρας

και

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.