ουσιαστικοποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ουσιαστικοποιημένος η ουσιαστικοποιημένη το ουσιαστικοποιημένο
      γενική του ουσιαστικοποιημένου της ουσιαστικοποιημένης του ουσιαστικοποιημένου
    αιτιατική τον ουσιαστικοποιημένο την ουσιαστικοποιημένη το ουσιαστικοποιημένο
     κλητική ουσιαστικοποιημένε ουσιαστικοποιημένη ουσιαστικοποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ουσιαστικοποιημένοι οι ουσιαστικοποιημένες τα ουσιαστικοποιημένα
      γενική των ουσιαστικοποιημένων των ουσιαστικοποιημένων των ουσιαστικοποιημένων
    αιτιατική τους ουσιαστικοποιημένους τις ουσιαστικοποιημένες τα ουσιαστικοποιημένα
     κλητική ουσιαστικοποιημένοι ουσιαστικοποιημένες ουσιαστικοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ουσιαστικοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ουσιαστικοποιώ. Μορφολογικά αναλύεται σε ουσιαστικο- + ποιημένος < ποιώ.

Προφορά

ΔΦΑ : /u.si.a.sti.ko.pi.iˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ουσιαστικοποιημένος

Μετοχή

ουσιαστικοποιημένος, -η, -ο

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις ουσιαστικό, ουσία και ποιώ

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.