σκληρυντικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκληρυντικός η σκληρυντική το σκληρυντικό
      γενική του σκληρυντικού της σκληρυντικής του σκληρυντικού
    αιτιατική τον σκληρυντικό τη σκληρυντική το σκληρυντικό
     κλητική σκληρυντικέ σκληρυντική σκληρυντικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκληρυντικοί οι σκληρυντικές τα σκληρυντικά
      γενική των σκληρυντικών των σκληρυντικών των σκληρυντικών
    αιτιατική τους σκληρυντικούς τις σκληρυντικές τα σκληρυντικά
     κλητική σκληρυντικοί σκληρυντικές σκληρυντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σκληρυντικός < ελληνιστική κοινή σκληρυντικός < αρχαία ελληνική σκληρύνω < σκληρός

Επίθετο

σκληρυντικός

  1. που έχει σχέση με τη σκλήρυνση, αναφέρεται ή συντελεί σ’ αυτή
  2. (ιατρική) που έχει σχέση με τη σκλήρυνση, αναφέρεται ή συντελεί σ’ αυτή
    άλλες μορφές: σκληρωτικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.