φέρομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φέρομαι < παθητική φωνή του ρήματος φέρω < αρχαία ελληνική φέρομαι
Ρηματικός τύπος
φέρομαι, μτχ.π.ε.: φερόμενος, π.αόρ.: φέρθηκα, μτχ.π.π.: φερμένος, (ενεργ.: φέρω)
- παθητικές σημασίες του φέρω
- συμπεριφέρομαι (και φέρνομαι)
- ↪να φέρεσαι με σεβασμό στους ηλικιωμένους
- θεωρούμαι
- ↪ τρία άτομα φέρονται ως αγνοούμενοι μετά το τραγικό ατύχημα
- ↪ ο φερόμενος ως δράστης αρνείται όλες τις κατηγορίες
Εκφράσεις
- άγεται και φέρεται: δεν έχει δική του γνώμη και βούληση, τον κάνουν ό,τι θέλουν οι άλλοι
Κλίση
- → δείτε τη λέξη φέρω
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.