σκλήρυνση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκλήρυνση | οι | σκληρύνσεις |
| γενική | της | σκλήρυνσης* | των | σκληρύνσεων |
| αιτιατική | τη | σκλήρυνση | τις | σκληρύνσεις |
| κλητική | σκλήρυνση | σκληρύνσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, σκληρύνσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκλήρυνση < μεσαιωνική ελληνική σκλήρυνσις[1] < αρχαία ελληνική σκληρύνω < σκληρός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική durcissement, induration ή sclérose[2])
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈskliɾinsi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκλή‐ρυν‐ση
Ουσιαστικό
σκλήρυνση θηλυκό
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σκληρύνω / σκληραίνω
- (ειδικότερα, μεταφορικά) η επίδειξη σκληρότερης ή βιαιότερης συμπεριφοράς
- (ειδικότερα, ιατρική) η έλλειψη ή η απώλεια της ελαστικότητας οργάνων ή ιστών του σώματος εξαιτίας παθολογικών λόγων
Συγγενικά
- σκληρυντικός
- → δείτε τη λέξη σκληρός
-
Πολλαπλή σκλήρυνση στη Βικιπαίδεια
(σκλήρυνση κατά πλάκας ή διάχυτη εγκεφαλομυελίτιδα)
Αναφορές
- σκλήρυνσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- σκλήρυνση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.