σκληραγωγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκληραγωγία | οι | σκληραγωγίες |
| γενική | της | σκληραγωγίας | των | σκληραγωγιών |
| αιτιατική | τη | σκληραγωγία | τις | σκληραγωγίες |
| κλητική | σκληραγωγία | σκληραγωγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκληραγωγία < (ελληνιστική κοινή) σκληραγωγία
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις σκληραγωγώ, σκληρός και άγω
Μεταφράσεις
σκληραγωγία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.