σκληροπυρηνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκληροπυρηνικός | η | σκληροπυρηνική | το | σκληροπυρηνικό |
| γενική | του | σκληροπυρηνικού | της | σκληροπυρηνικής | του | σκληροπυρηνικού |
| αιτιατική | τον | σκληροπυρηνικό | τη | σκληροπυρηνική | το | σκληροπυρηνικό |
| κλητική | σκληροπυρηνικέ | σκληροπυρηνική | σκληροπυρηνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκληροπυρηνικοί | οι | σκληροπυρηνικές | τα | σκληροπυρηνικά |
| γενική | των | σκληροπυρηνικών | των | σκληροπυρηνικών | των | σκληροπυρηνικών |
| αιτιατική | τους | σκληροπυρηνικούς | τις | σκληροπυρηνικές | τα | σκληροπυρηνικά |
| κλητική | σκληροπυρηνικοί | σκληροπυρηνικές | σκληροπυρηνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
σκληροπυρηνικός, -ή, -ό
- (για πρόσωπο) που ανήκει στον σκληρό πυρήνα οργάνωσης, κόμματος κ.τ.λ και δεν δέχεται την παραμικρή απόκλιση από τις επίσημες θέσεις αυτής της οργάνωσης
- αδιάλλακτος
- έχει σκληροπυρηνικές απόψεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.