durus

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

durus < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *duh₂-ró-s (μακρύς), πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dweh₂-

Επίθετο

dūrus (la)

  1. τραχύς, σκληρός (στην αφή)
  2. σκληρός, αυστηρός, καταπιεστικός
     δείτε την έκφραση dura lex, sed lex

Παράγωγα

Κλίση

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική durus dura durum durī durae dura
γενική durī durae durī durōrum durārum durōrum
δοτική durō durae durō durīs durīs durīs
αιτιατική durum duram durum durōs durās dura
κλητική dure dura durum durī durae dura
αφαιρετική durō durā durō durīs durīs durīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.