σκληρωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκληρωτικός η σκληρωτική το σκληρωτικό
      γενική του σκληρωτικού της σκληρωτικής του σκληρωτικού
    αιτιατική τον σκληρωτικό τη σκληρωτική το σκληρωτικό
     κλητική σκληρωτικέ σκληρωτική σκληρωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκληρωτικοί οι σκληρωτικές τα σκληρωτικά
      γενική των σκληρωτικών των σκληρωτικών των σκληρωτικών
    αιτιατική τους σκληρωτικούς τις σκληρωτικές τα σκληρωτικά
     κλητική σκληρωτικοί σκληρωτικές σκληρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σκληρωτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική sclerotic[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sclérotique[2] < αρχαία ελληνική σκληρός

Επίθετο

σκληρωτικός

Μεταφράσεις

  1. σκληρωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σκληρωτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.