σκληρότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | σκληρότης | αἱ | σκληρότητες |
| γενική | τῆς | σκληρότητος | τῶν | σκληροτήτων |
| δοτική | τῇ | σκληρότητῐ | ταῖς | σκληρότησῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | σκληρότητᾰ | τὰς | σκληρότητᾰς |
| κλητική ὦ! | σκληρότης | σκληρότητες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκληρότητε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σκληροτήτοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- σκληρότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκληρότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.