σκληρότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκληρότης αἱ σκληρότητες
      γενική τῆς σκληρότητος τῶν σκληροτήτων
      δοτική τῇ σκληρότητ ταῖς σκληρότησ(ν)
    αιτιατική τὴν σκληρότητ τὰς σκληρότητᾰς
     κλητική ! σκληρότης σκληρότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκληρότητε
γεν-δοτ τοῖν  σκληροτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκληρότης < σκληρό(ς) + -της

Ουσιαστικό

σκληρότης, -ητος θηλυκό

  1. σκληρότητα
     αντώνυμα: μαλακότης
  2. (μεταφορικά) τραχύτητα, στρυφνότητα, δυστροπία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.