αντώνυμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντώνυμο τα αντώνυμα
      γενική του αντώνυμου
& αντωνύμου
των αντώνυμων
& αντωνύμων
    αιτιατική το αντώνυμο τα αντώνυμα
     κλητική αντώνυμο αντώνυμα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντώνυμο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antonyme < αρχαία ελληνική ἀντί αντ- + -ώνυμο (ὄνυμα) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /anˈdo.ni.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αντώνυμο

Ουσιαστικό

αντώνυμο ουδέτερο

  • η λέξη που έχει την αντίθετη έννοια από κάποια άλλη
    Η λέξη παίρνω είναι αντώνυμο του δίνω, επειδή περιγράφει την πράξη από αντίστροφη οπτική γωνία.

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.