δυσοίωνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δυσοίωνος | η | δυσοίωνη | το | δυσοίωνο |
| γενική | του | δυσοίωνου | της | δυσοίωνης | του | δυσοίωνου |
| αιτιατική | τον | δυσοίωνο | τη | δυσοίωνη | το | δυσοίωνο |
| κλητική | δυσοίωνε | δυσοίωνη | δυσοίωνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δυσοίωνοι | οι | δυσοίωνες | τα | δυσοίωνα |
| γενική | των | δυσοίωνων | των | δυσοίωνων | των | δυσοίωνων |
| αιτιατική | τους | δυσοίωνους | τις | δυσοίωνες | τα | δυσοίωνα |
| κλητική | δυσοίωνοι | δυσοίωνες | δυσοίωνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðiˈsi.o.nos/
Επίθετο
δυσοίωνος, -η, -ο
- που προμηνύει κάτι κακό
- τα σημάδια της αρρώστιας ήταν δυσοίωνα και οι προβλέψεις του γιατρού ήταν απαισιόδοξες
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.