αυστηρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυστηρός | η | αυστηρή | το | αυστηρό |
| γενική | του | αυστηρού | της | αυστηρής | του | αυστηρού |
| αιτιατική | τον | αυστηρό | την | αυστηρή | το | αυστηρό |
| κλητική | αυστηρέ | αυστηρή | αυστηρό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυστηροί | οι | αυστηρές | τα | αυστηρά |
| γενική | των | αυστηρών | των | αυστηρών | των | αυστηρών |
| αιτιατική | τους | αυστηρούς | τις | αυστηρές | τα | αυστηρά |
| κλητική | αυστηροί | αυστηρές | αυστηρά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αυστηρός < αρχαία ελληνική αὐστηρός (σκληρός, ηθικά απαιτητικός)[1] < αὕω
Προφορά
- ΔΦΑ : /af.stiˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐στη‐ρός
Επίθετο
αυστηρός
- που εξαναγκάζει άλλους να τηρούν τους νόμους χωρίς παρέκκλιση
- (για ποινή) βαρύς
- (στην τέχνη) λιτός
- (λογική, μαθηματικά) ο τυπικός, ακριβής και χωρίς παρερμηνείες στη διατύπωσή του
Συγγενικά
Συνώνυμα
- σοβαρός
- επιβλητικός
- τυπικός (λογική, μαθηματικά)
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αυστηρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.