αυστηρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυστηρός η αυστηρή το αυστηρό
      γενική του αυστηρού της αυστηρής του αυστηρού
    αιτιατική τον αυστηρό την αυστηρή το αυστηρό
     κλητική αυστηρέ αυστηρή αυστηρό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυστηροί οι αυστηρές τα αυστηρά
      γενική των αυστηρών των αυστηρών των αυστηρών
    αιτιατική τους αυστηρούς τις αυστηρές τα αυστηρά
     κλητική αυστηροί αυστηρές αυστηρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αυστηρός < αρχαία ελληνική αὐστηρός (σκληρός, ηθικά απαιτητικός)[1] < αὕω

Προφορά

ΔΦΑ : /af.stiˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυστηρός

Επίθετο

αυστηρός

  1. που εξαναγκάζει άλλους να τηρούν τους νόμους χωρίς παρέκκλιση
  2. (για ποινή) βαρύς
  3. (στην τέχνη) λιτός
  4. (λογική, μαθηματικά) ο τυπικός, ακριβής και χωρίς παρερμηνείες στη διατύπωσή του

Συγγενικά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.