μαλακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μαλακός | η | μαλακή & μαλακιά |
το | μαλακό |
| γενική | του | μαλακού | της | μαλακής & μαλακιάς |
του | μαλακού |
| αιτιατική | τον | μαλακό | τη | μαλακή & μαλακιά |
το | μαλακό |
| κλητική | μαλακέ | μαλακή & μαλακιά |
μαλακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μαλακοί | οι | μαλακές | τα | μαλακά |
| γενική | των | μαλακών | των | μαλακών | των | μαλακών |
| αιτιατική | τους | μαλακούς | τις | μαλακές | τα | μαλακά |
| κλητική | μαλακοί | μαλακές | μαλακά | |||
| Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μαλακός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μαλακός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ma.laˈkos/
Επίθετο
μαλακός, -ή/-ιά, -ό
- που έχει επιφάνεια η οποία υποχωρεί εύκολα όταν την πιέζουμε ή τη μαλάσσουμε
- μαλακά μαξιλάρια
- ο ευχάριστος στις αισθήσεις, κυρίως την αφή ή την ακοή
- ήπιος ως προς την ένταση ή τις επιπτώσεις
- το κρύο σήμερα είναι κάπως πιο μαλακό
- δε δέχονται όλοι τη διάκριση ανάμεσα σε μαλακά και σκληρά ναρκωτικά
- ήπιος ως προς τον χαρακτήρα, πράος
- είναι μαλακός άνθρωπος, δε φωνάζει ποτέ, και μερικοί το εκμεταλλεύονται αυτό
Αντώνυμα
Παράγωγα
- μαλακά (επίρρημα, ουσιαστικό, πληθυντικός)
- μαλακό (ανατομία)
- μαλακό αλεύρι
- μαλακό νερό
- μαλακούτσικος (υποκοριστικό)
Εκφράσεις
- με το μαλακό
- πέφτω στα μαλακά
Συγγενικά
- μαλάκα (είδος τυριού)
- μαλάκας
- μαλακία
- μαλακίζομαι
- μαλάκιο
- μαλακισμένος
- μαλακιστήρι
- μαλακόστρακο
- μαλακότητα
- μαλάκυνση
- μαλάκωμα
- μαλακώνω
- μαλακωσιά
- οστεομαλάκυνση
Επίσης: μαλθακός
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- μαλακός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μαλακός
Επίθετο
μαλακός
- (στην αφή, δέρμα) απαλός
- (για τοίχο) μη ανθεκτικός
- (για φωτιά) σιγανή
- (μεταφορικά) ήπιος
- κίναιδος
Εκφράσεις
- πάσχω τι μαλακόν : εξασθενώ
Συγγενικά
Επίσης:
- εὐμάλακτος
- μαλακτά
- μαλακτιάνω
- μαλακτικός
- μαλακτός
- μαλακτοσύνω
- μαλθακώδης
Πηγές
- μαλακός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | μαλακός | ἡ | μαλακή | τὸ | μαλακόν |
| γενική | τοῦ | μαλακοῦ | τῆς | μαλακῆς | τοῦ | μαλακοῦ |
| δοτική | τῷ | μαλακῷ | τῇ | μαλακῇ | τῷ | μαλακῷ |
| αιτιατική | τὸν | μαλακόν | τὴν | μαλακήν | τὸ | μαλακόν |
| κλητική ὦ! | μαλακέ | μαλακή | μαλακόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | μαλακοί | αἱ | μαλακαί | τὰ | μαλακᾰ́ |
| γενική | τῶν | μαλακῶν | τῶν | μαλακῶν | τῶν | μαλακῶν |
| δοτική | τοῖς | μαλακοῖς | ταῖς | μαλακαῖς | τοῖς | μαλακοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | μαλακούς | τὰς | μαλακᾱ́ς | τὰ | μαλακᾰ́ |
| κλητική ὦ! | μαλακοί | μαλακαί | μαλακᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μαλακώ | τὼ | μαλακᾱ́ | τὼ | μαλακώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | μαλακοῖν | τοῖν | μαλακαῖν | τοῖν | μαλακοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μαλακός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mlakos
Επίθετο
μᾰλᾰκός, -ή, -όν θηλυκό
- μαλακός, απαλός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 234
- τὼς μὲν ἔην μαλακός, λαμπρὸς δ᾽ ἦν ἠέλιος ὥς·
- τόσο που ήταν μαλακός, λάμποντας σαν τον ήλιο —
- Μετάφραση (2006): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek‑language.gr
- ΣτΕ: Απόσπασμα από την περιγραφή του χιτώνα του Οδυσσέα
- τὼς μὲν ἔην μαλακός, λαμπρὸς δ᾽ ἦν ἠέλιος ὥς·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 234
- (για θάνατο, ύπνο) ήρεμος, ήσυχος
- (για λόγια) ήρεμος, ξεκάθαρος, ήπιος
- ※ 4oς πκε αιώνας ⌘ Αριστοτέλης, Ρητορική, (1408b)
- ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται.
- Αν, πάλι, τα ήπια πράγματα λέγονται με σκληρό τρόπο και τα σκληρά με ήπιο, ο λόγος χάνει την πειστικότητά του.
- Μετάφραση (2002, 2004), Δημήτριος Λυπουρλής @greek‑language.gr
- ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται.
- ※ 4oς πκε αιώνας ⌘ Αριστοτέλης, Ρητορική, (1408b)
- ανάλαφρος, ήπιος, μέτριος
- (για τη φωνή) ευχάριστη στην ακοή
- (με αρνητική έννοια, για πρόσωπα) μαλθακός, παραμελημένος, δειλός
- (για πρόσωπα) πράος, ήπιος, υποχωρητικός, ενδοτικός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 51.2
- Περίανδρος δὲ νόῳ λαβὼν [καὶ τοῦτο] καὶ μαλακὸν ἐνδιδόναι βουλόμενος οὐδέν,
- Όταν το έμαθε και αυτό ο Περίανδρος, μη θέλοντας να δείξει καμιά αδυναμία,
- Μετάφραση (1992): Λ. Ζενάκος @greek‑language.gr
- Περίανδρος δὲ νόῳ λαβὼν [καὶ τοῦτο] καὶ μαλακὸν ἐνδιδόναι βουλόμενος οὐδέν,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 51.2
- (για συλλογισμό) ασθενής, αδύναμος, χαλαρός
Συγγενικά
- ἀμαλακιστία
- ἀπομαλακίζομαι
- φιλομάλακος
- καταμαλακίζω
- μαλακαίπους
- μαλακαύγητος
- μαλάκεια
- μαλακευνέω
- μαλακευτικός
- μαλακία
- μαλακιάω
- μαλακίννης
- μαλάκιον
- μαλακιστέον
- μαλακίων
- μαλακίζομαι
- μαλακο- σύνθετα
- μαλακότης
- μαλακόω
- μαλακύνομαι
- μαλάκυνσις
- μαλακύνω
- μαλακώδης
- προμαλακύνω
- ὑπομαλακίζομαι
- ὑπομάλακος
- και → δείτε τις λέξεις μαλθακός, μαλάσσω και μαλακτικός και τα συγγενικά τους
Πηγές
- μαλακός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μαλακός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.