άκαμπτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άκαμπτος η άκαμπτη το άκαμπτο
      γενική του άκαμπτου της άκαμπτης του άκαμπτου
    αιτιατική τον άκαμπτο την άκαμπτη το άκαμπτο
     κλητική άκαμπτε άκαμπτη άκαμπτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άκαμπτοι οι άκαμπτες τα άκαμπτα
      γενική των άκαμπτων των άκαμπτων των άκαμπτων
    αιτιατική τους άκαμπτους τις άκαμπτες τα άκαμπτα
     κλητική άκαμπτοι άκαμπτες άκαμπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άκαμπτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄκαμπτος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.kam.ptos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άκαμπτος

Επίθετο

άκαμπτος, -η, -ο

  1. που δεν λυγίζει εύκολα
  2. (μεταφορικά)
  1. που δεν υποχωρεί εύκολα από ψυχικές πιέσεις
     συνώνυμα: αδιάλλακτος
  2. που είναι αδύνατον να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.