ποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ποιώ ( < αρχαία ελληνική ποιέομαι-ποιοῦμαι)
Ρήμα
ποιούμαι
- κάνω, εκτελώ, πραγματοποιώ
- ως β ΄ συνθετικό δείχνει:
- α) κατά κανόνα ότι με κάποια διαδικασία εκουσια ή ακούσια μεταβάλλομαι σε ό,τι σημαίνει το α ΄ συνθετικό , γίνομαι, παίρνω τη μορφή ή την ιδιότητά του, ότι παθαίνω, υφίσταμαι εκείνο που δηλώνει το α΄
- β) χωρίς παθητική σημασία (σπανιότερα), κάνω, καθιστώ κάτι, το μεταβάλλω εγώ σε εκείνο που δηλώνει το α΄ συνθετικό (ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι, αντιποιούμαι, αποποιούμαι, αποστασιοποιούμαι) ή πάντως ενεργώ (προσποιούμαι, περιποιούμαι, αυτοϊκανοποιούμαι)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ποιούμαι | ποιούμουν | θα ποιούμαι | να ποιούμαι | ||
| β' ενικ. | ποιείσαι | ποιούσουν | θα ποιείσαι | να ποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | ποιείται | ποιούνταν | θα ποιείται | να ποιείται | ||
| α' πληθ. | ποιούμαστε | ποιούμασταν ποιούμαστε |
θα ποιούμαστε | να ποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | ποιείστε | ποιούσασταν ποιούσαστε |
θα ποιείστε | να ποιείστε | ποιείστε | |
| γ' πληθ. | ποιούνται | ποιούνταν | θα ποιούνται | να ποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ποιήθηκα | θα ποιηθώ | να ποιηθώ | ποιηθεί | ||
| β' ενικ. | ποιήθηκες | θα ποιηθείς | να ποιηθείς | ποιήσου | ||
| γ' ενικ. | ποιήθηκε | θα ποιηθεί | να ποιηθεί | |||
| α' πληθ. | ποιηθήκαμε | θα ποιηθούμε | να ποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | ποιηθήκατε | θα ποιηθείτε | να ποιηθείτε | ποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | ποιήθηκαν ποιηθήκαν(ε) |
θα ποιηθούν(ε) | να ποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ποιηθεί | είχα ποιηθεί | θα έχω ποιηθεί | να έχω ποιηθεί | ποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις ποιηθεί | είχες ποιηθεί | θα έχεις ποιηθεί | να έχεις ποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ποιηθεί | είχε ποιηθεί | θα έχει ποιηθεί | να έχει ποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ποιηθεί | είχαμε ποιηθεί | θα έχουμε ποιηθεί | να έχουμε ποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ποιηθεί | είχατε ποιηθεί | θα έχετε ποιηθεί | να έχετε ποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ποιηθεί | είχαν ποιηθεί | θα έχουν ποιηθεί | να έχουν ποιηθεί | ||
Σύνθετα
Μεταφράσεις
ποιούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.