αξιοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αξιοποιούμαι | αξιοποιούμουν | θα αξιοποιούμαι | να αξιοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | αξιοποιείσαι | αξιοποιούσουν | θα αξιοποιείσαι | να αξιοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | αξιοποιείται | αξιοποιούνταν | θα αξιοποιείται | να αξιοποιείται | ||
| α' πληθ. | αξιοποιούμαστε | αξιοποιούμασταν αξιοποιούμαστε |
θα αξιοποιούμαστε | να αξιοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | αξιοποιείστε | αξιοποιούσασταν αξιοποιούσαστε |
θα αξιοποιείστε | να αξιοποιείστε | αξιοποιείστε | |
| γ' πληθ. | αξιοποιούνται | αξιοποιούνταν | θα αξιοποιούνται | να αξιοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αξιοποιήθηκα | θα αξιοποιηθώ | να αξιοποιηθώ | αξιοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | αξιοποιήθηκες | θα αξιοποιηθείς | να αξιοποιηθείς | αξιοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | αξιοποιήθηκε | θα αξιοποιηθεί | να αξιοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | αξιοποιηθήκαμε | θα αξιοποιηθούμε | να αξιοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | αξιοποιηθήκατε | θα αξιοποιηθείτε | να αξιοποιηθείτε | αξιοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | αξιοποιήθηκαν αξιοποιηθήκαν(ε) |
θα αξιοποιηθούν(ε) | να αξιοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αξιοποιηθεί | είχα αξιοποιηθεί | θα έχω αξιοποιηθεί | να έχω αξιοποιηθεί | αξιοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις αξιοποιηθεί | είχες αξιοποιηθεί | θα έχεις αξιοποιηθεί | να έχεις αξιοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αξιοποιηθεί | είχε αξιοποιηθεί | θα έχει αξιοποιηθεί | να έχει αξιοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αξιοποιηθεί | είχαμε αξιοποιηθεί | θα έχουμε αξιοποιηθεί | να έχουμε αξιοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αξιοποιηθεί | είχατε αξιοποιηθεί | θα έχετε αξιοποιηθεί | να έχετε αξιοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αξιοποιηθεί | είχαν αξιοποιηθεί | θα έχουν αξιοποιηθεί | να έχουν αξιοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
αξιοποιούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.