τροποποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τροποποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος τροποποιώ
Ρήμα
τροποποιούμαι
- με αλλάζουν ή αλλάζω, υφίσταμαι τροποποιήσεις, μεταβολές
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τροποποιούμαι | τροποποιούμουν | θα τροποποιούμαι | να τροποποιούμαι | ||
| β' ενικ. | τροποποιείσαι | τροποποιούσουν | θα τροποποιείσαι | να τροποποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | τροποποιείται | τροποποιούνταν | θα τροποποιείται | να τροποποιείται | ||
| α' πληθ. | τροποποιούμαστε | τροποποιούμασταν τροποποιούμαστε |
θα τροποποιούμαστε | να τροποποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | τροποποιείστε | τροποποιούσασταν τροποποιούσαστε |
θα τροποποιείστε | να τροποποιείστε | τροποποιείστε | |
| γ' πληθ. | τροποποιούνται | τροποποιούνταν | θα τροποποιούνται | να τροποποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τροποποιήθηκα | θα τροποποιηθώ | να τροποποιηθώ | τροποποιηθεί | ||
| β' ενικ. | τροποποιήθηκες | θα τροποποιηθείς | να τροποποιηθείς | τροποποιήσου | ||
| γ' ενικ. | τροποποιήθηκε | θα τροποποιηθεί | να τροποποιηθεί | |||
| α' πληθ. | τροποποιηθήκαμε | θα τροποποιηθούμε | να τροποποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | τροποποιηθήκατε | θα τροποποιηθείτε | να τροποποιηθείτε | τροποποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | τροποποιήθηκαν τροποποιηθήκαν(ε) |
θα τροποποιηθούν(ε) | να τροποποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω τροποποιηθεί | είχα τροποποιηθεί | θα έχω τροποποιηθεί | να έχω τροποποιηθεί | τροποποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις τροποποιηθεί | είχες τροποποιηθεί | θα έχεις τροποποιηθεί | να έχεις τροποποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει τροποποιηθεί | είχε τροποποιηθεί | θα έχει τροποποιηθεί | να έχει τροποποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε τροποποιηθεί | είχαμε τροποποιηθεί | θα έχουμε τροποποιηθεί | να έχουμε τροποποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε τροποποιηθεί | είχατε τροποποιηθεί | θα έχετε τροποποιηθεί | να έχετε τροποποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν τροποποιηθεί | είχαν τροποποιηθεί | θα έχουν τροποποιηθεί | να έχουν τροποποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
τροποποιούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.