αναισθητοποιούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ρήμα

αναισθητοποιούμαι

  1. παθητική φωνή του αναισθητοποιώ, μου προκαλούν νάρκωση με αναισθητικές ουσίες
  2. γίνομαι συναισθηματικά απαθής, απευαισθητοποιούμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.