αναισθητοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
αναισθητοποιούμαι
- παθητική φωνή του αναισθητοποιώ, μου προκαλούν νάρκωση με αναισθητικές ουσίες
- γίνομαι συναισθηματικά απαθής, απευαισθητοποιούμαι
- → δείτε τη λέξη αναισθητοποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.