σωματοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σωματοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος σωματοποιώ
Ρήμα
σωματοποιούμαι (συνηθως στο τρίτο πρόσωπο για αφηρημένες έννοιες)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σωματοποιούμαι | σωματοποιούμουν | θα σωματοποιούμαι | να σωματοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | σωματοποιείσαι | σωματοποιούσουν | θα σωματοποιείσαι | να σωματοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | σωματοποιείται | σωματοποιούνταν | θα σωματοποιείται | να σωματοποιείται | ||
| α' πληθ. | σωματοποιούμαστε | σωματοποιούμασταν σωματοποιούμαστε |
θα σωματοποιούμαστε | να σωματοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | σωματοποιείστε | σωματοποιούσασταν σωματοποιούσαστε |
θα σωματοποιείστε | να σωματοποιείστε | σωματοποιείστε | |
| γ' πληθ. | σωματοποιούνται | σωματοποιούνταν | θα σωματοποιούνται | να σωματοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σωματοποιήθηκα | θα σωματοποιηθώ | να σωματοποιηθώ | σωματοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | σωματοποιήθηκες | θα σωματοποιηθείς | να σωματοποιηθείς | σωματοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | σωματοποιήθηκε | θα σωματοποιηθεί | να σωματοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | σωματοποιηθήκαμε | θα σωματοποιηθούμε | να σωματοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | σωματοποιηθήκατε | θα σωματοποιηθείτε | να σωματοποιηθείτε | σωματοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | σωματοποιήθηκαν σωματοποιηθήκαν(ε) |
θα σωματοποιηθούν(ε) | να σωματοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω σωματοποιηθεί | είχα σωματοποιηθεί | θα έχω σωματοποιηθεί | να έχω σωματοποιηθεί | σωματοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις σωματοποιηθεί | είχες σωματοποιηθεί | θα έχεις σωματοποιηθεί | να έχεις σωματοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει σωματοποιηθεί | είχε σωματοποιηθεί | θα έχει σωματοποιηθεί | να έχει σωματοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε σωματοποιηθεί | είχαμε σωματοποιηθεί | θα έχουμε σωματοποιηθεί | να έχουμε σωματοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε σωματοποιηθεί | είχατε σωματοποιηθεί | θα έχετε σωματοποιηθεί | να έχετε σωματοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν σωματοποιηθεί | είχαν σωματοποιηθεί | θα έχουν σωματοποιηθεί | να έχουν σωματοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
σωματοποιούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.