συνειδητοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συνειδητοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος συνειδητοποιώ
Ρήμα
συνειδητοποιούμαι
- αποκτώ μια συγκεκριμένη μορφή συνειδησης
- συνειδητοποιήθηκε ως κομμουνιστής μετά τον εμφύλιο
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συνειδητοποιούμαι | συνειδητοποιούμουν | θα συνειδητοποιούμαι | να συνειδητοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | συνειδητοποιείσαι | συνειδητοποιούσουν | θα συνειδητοποιείσαι | να συνειδητοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | συνειδητοποιείται | συνειδητοποιούνταν | θα συνειδητοποιείται | να συνειδητοποιείται | ||
| α' πληθ. | συνειδητοποιούμαστε | συνειδητοποιούμασταν συνειδητοποιούμαστε |
θα συνειδητοποιούμαστε | να συνειδητοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | συνειδητοποιείστε | συνειδητοποιούσασταν συνειδητοποιούσαστε |
θα συνειδητοποιείστε | να συνειδητοποιείστε | συνειδητοποιείστε | |
| γ' πληθ. | συνειδητοποιούνται | συνειδητοποιούνταν | θα συνειδητοποιούνται | να συνειδητοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συνειδητοποιήθηκα | θα συνειδητοποιηθώ | να συνειδητοποιηθώ | συνειδητοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | συνειδητοποιήθηκες | θα συνειδητοποιηθείς | να συνειδητοποιηθείς | συνειδητοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | συνειδητοποιήθηκε | θα συνειδητοποιηθεί | να συνειδητοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | συνειδητοποιηθήκαμε | θα συνειδητοποιηθούμε | να συνειδητοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | συνειδητοποιηθήκατε | θα συνειδητοποιηθείτε | να συνειδητοποιηθείτε | συνειδητοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | συνειδητοποιήθηκαν συνειδητοποιηθήκαν(ε) |
θα συνειδητοποιηθούν(ε) | να συνειδητοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συνειδητοποιηθεί | είχα συνειδητοποιηθεί | θα έχω συνειδητοποιηθεί | να έχω συνειδητοποιηθεί | συνειδητοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις συνειδητοποιηθεί | είχες συνειδητοποιηθεί | θα έχεις συνειδητοποιηθεί | να έχεις συνειδητοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συνειδητοποιηθεί | είχε συνειδητοποιηθεί | θα έχει συνειδητοποιηθεί | να έχει συνειδητοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συνειδητοποιηθεί | είχαμε συνειδητοποιηθεί | θα έχουμε συνειδητοποιηθεί | να έχουμε συνειδητοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συνειδητοποιηθεί | είχατε συνειδητοποιηθεί | θα έχετε συνειδητοποιηθεί | να έχετε συνειδητοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συνειδητοποιηθεί | είχαν συνειδητοποιηθεί | θα έχουν συνειδητοποιηθεί | να έχουν συνειδητοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
συνειδητοποιούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.