προθυμοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προθυμοποιούμαι < ελληνιστική κοινή προθυμοποιέομαι / προθυμοποιοῦμαι ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική s'empresser[1] [2])
Μεταφράσεις
προθυμοποιούμαι
|
|
- προθυμοποιούμαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προθυμοποιούμαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.