κονιορτοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κονιορτοποιούμαι: παθητική φωνή του ρήματος κονιορτοποιώ
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κονιορτοποιούμαι | κονιορτοποιούμουν | θα κονιορτοποιούμαι | να κονιορτοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | κονιορτοποιείσαι | κονιορτοποιούσουν | θα κονιορτοποιείσαι | να κονιορτοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | κονιορτοποιείται | κονιορτοποιούνταν | θα κονιορτοποιείται | να κονιορτοποιείται | ||
| α' πληθ. | κονιορτοποιούμαστε | κονιορτοποιούμασταν κονιορτοποιούμαστε |
θα κονιορτοποιούμαστε | να κονιορτοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | κονιορτοποιείστε | κονιορτοποιούσασταν κονιορτοποιούσαστε |
θα κονιορτοποιείστε | να κονιορτοποιείστε | κονιορτοποιείστε | |
| γ' πληθ. | κονιορτοποιούνται | κονιορτοποιούνταν | θα κονιορτοποιούνται | να κονιορτοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κονιορτοποιήθηκα | θα κονιορτοποιηθώ | να κονιορτοποιηθώ | κονιορτοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | κονιορτοποιήθηκες | θα κονιορτοποιηθείς | να κονιορτοποιηθείς | κονιορτοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | κονιορτοποιήθηκε | θα κονιορτοποιηθεί | να κονιορτοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | κονιορτοποιηθήκαμε | θα κονιορτοποιηθούμε | να κονιορτοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | κονιορτοποιηθήκατε | θα κονιορτοποιηθείτε | να κονιορτοποιηθείτε | κονιορτοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | κονιορτοποιήθηκαν κονιορτοποιηθήκαν(ε) |
θα κονιορτοποιηθούν(ε) | να κονιορτοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω κονιορτοποιηθεί | είχα κονιορτοποιηθεί | θα έχω κονιορτοποιηθεί | να έχω κονιορτοποιηθεί | κονιορτοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις κονιορτοποιηθεί | είχες κονιορτοποιηθεί | θα έχεις κονιορτοποιηθεί | να έχεις κονιορτοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει κονιορτοποιηθεί | είχε κονιορτοποιηθεί | θα έχει κονιορτοποιηθεί | να έχει κονιορτοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε κονιορτοποιηθεί | είχαμε κονιορτοποιηθεί | θα έχουμε κονιορτοποιηθεί | να έχουμε κονιορτοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε κονιορτοποιηθεί | είχατε κονιορτοποιηθεί | θα έχετε κονιορτοποιηθεί | να έχετε κονιορτοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν κονιορτοποιηθεί | είχαν κονιορτοποιηθεί | θα έχουν κονιορτοποιηθεί | να έχουν κονιορτοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
κονιορτοποιούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.