γνωστοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | γνωστοποιούμαι | γνωστοποιούμουν | θα γνωστοποιούμαι | να γνωστοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | γνωστοποιείσαι | γνωστοποιούσουν | θα γνωστοποιείσαι | να γνωστοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | γνωστοποιείται | γνωστοποιούνταν | θα γνωστοποιείται | να γνωστοποιείται | ||
| α' πληθ. | γνωστοποιούμαστε | γνωστοποιούμασταν γνωστοποιούμαστε |
θα γνωστοποιούμαστε | να γνωστοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | γνωστοποιείστε | γνωστοποιούσασταν γνωστοποιούσαστε |
θα γνωστοποιείστε | να γνωστοποιείστε | γνωστοποιείστε | |
| γ' πληθ. | γνωστοποιούνται | γνωστοποιούνταν | θα γνωστοποιούνται | να γνωστοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | γνωστοποιήθηκα | θα γνωστοποιηθώ | να γνωστοποιηθώ | γνωστοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | γνωστοποιήθηκες | θα γνωστοποιηθείς | να γνωστοποιηθείς | γνωστοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | γνωστοποιήθηκε | θα γνωστοποιηθεί | να γνωστοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | γνωστοποιηθήκαμε | θα γνωστοποιηθούμε | να γνωστοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | γνωστοποιηθήκατε | θα γνωστοποιηθείτε | να γνωστοποιηθείτε | γνωστοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | γνωστοποιήθηκαν γνωστοποιηθήκαν(ε) |
θα γνωστοποιηθούν(ε) | να γνωστοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω γνωστοποιηθεί | είχα γνωστοποιηθεί | θα έχω γνωστοποιηθεί | να έχω γνωστοποιηθεί | γνωστοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις γνωστοποιηθεί | είχες γνωστοποιηθεί | θα έχεις γνωστοποιηθεί | να έχεις γνωστοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει γνωστοποιηθεί | είχε γνωστοποιηθεί | θα έχει γνωστοποιηθεί | να έχει γνωστοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε γνωστοποιηθεί | είχαμε γνωστοποιηθεί | θα έχουμε γνωστοποιηθεί | να έχουμε γνωστοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε γνωστοποιηθεί | είχατε γνωστοποιηθεί | θα έχετε γνωστοποιηθεί | να έχετε γνωστοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν γνωστοποιηθεί | είχαν γνωστοποιηθεί | θα έχουν γνωστοποιηθεί | να έχουν γνωστοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
γνωστοποιούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.