δραστηριοποιούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δραστηριοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος δραστηριοποιώ

Ρήμα

δραστηριοποιούμαι

  1. αποκτώ δραστηριότητα, ενέργεια, παίρνω πρωτοβουλία μετά από μια περίοδο ύφεσης
    Πρέπει να δραστηριοποιηθείς, γιατί, με τη σύνταξη, κάθεσαι όλη μέρα στον υπολογιστή και δεν περπατάς, δε βλέπεις κόσμο, δεν κάνεις τίποτα υγιεινό
  2. είμαι ενεργός (επαγγελματικά κυρίως) σε κάποιον τομέα
    • Ο Παπαδάκης δραστηριοποιείται στις εισαγωγές πρώτων υλών εδώ και 20 χρόνια

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.