ομαλοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ομαλοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ομαλοποιώ
Ρήμα
ομαλοποιούμαι (στο τρίτο πρόσωπο, για αφηρημένες έννοιες ή επιφάνειες)
- επανέρχομαι σε φυσιολογικούς ρυθμους, εξομαλύνομαι
- ομαλοποιείται σιγά-σιγά η ζωή στην πόλη μετά από το πέρασμα του τυφώνα
- εξομαλύνομαι, γίνομαι επίπεδος
- η επιφάνεια στα ξύλινα παθαρυρόφυλλα προτού περαστεί με βερνίκι, πρέπει να ομαλοποιείται με τριβείο ή γυαλόχαρτο
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ομαλοποιούμαι | ομαλοποιούμουν | θα ομαλοποιούμαι | να ομαλοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | ομαλοποιείσαι | ομαλοποιούσουν | θα ομαλοποιείσαι | να ομαλοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | ομαλοποιείται | ομαλοποιούνταν | θα ομαλοποιείται | να ομαλοποιείται | ||
| α' πληθ. | ομαλοποιούμαστε | ομαλοποιούμασταν ομαλοποιούμαστε |
θα ομαλοποιούμαστε | να ομαλοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | ομαλοποιείστε | ομαλοποιούσασταν ομαλοποιούσαστε |
θα ομαλοποιείστε | να ομαλοποιείστε | ομαλοποιείστε | |
| γ' πληθ. | ομαλοποιούνται | ομαλοποιούνταν | θα ομαλοποιούνται | να ομαλοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ομαλοποιήθηκα | θα ομαλοποιηθώ | να ομαλοποιηθώ | ομαλοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | ομαλοποιήθηκες | θα ομαλοποιηθείς | να ομαλοποιηθείς | ομαλοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | ομαλοποιήθηκε | θα ομαλοποιηθεί | να ομαλοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | ομαλοποιηθήκαμε | θα ομαλοποιηθούμε | να ομαλοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | ομαλοποιηθήκατε | θα ομαλοποιηθείτε | να ομαλοποιηθείτε | ομαλοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | ομαλοποιήθηκαν ομαλοποιηθήκαν(ε) |
θα ομαλοποιηθούν(ε) | να ομαλοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ομαλοποιηθεί | είχα ομαλοποιηθεί | θα έχω ομαλοποιηθεί | να έχω ομαλοποιηθεί | ομαλοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις ομαλοποιηθεί | είχες ομαλοποιηθεί | θα έχεις ομαλοποιηθεί | να έχεις ομαλοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ομαλοποιηθεί | είχε ομαλοποιηθεί | θα έχει ομαλοποιηθεί | να έχει ομαλοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ομαλοποιηθεί | είχαμε ομαλοποιηθεί | θα έχουμε ομαλοποιηθεί | να έχουμε ομαλοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ομαλοποιηθεί | είχατε ομαλοποιηθεί | θα έχετε ομαλοποιηθεί | να έχετε ομαλοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ομαλοποιηθεί | είχαν ομαλοποιηθεί | θα έχουν ομαλοποιηθεί | να έχουν ομαλοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
ομαλοποιούμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.