ομαλοποιούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ομαλοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ομαλοποιώ

Ρήμα

ομαλοποιούμαι (στο τρίτο πρόσωπο, για αφηρημένες έννοιες ή επιφάνειες)

  1. επανέρχομαι σε φυσιολογικούς ρυθμους, εξομαλύνομαι
    ομαλοποιείται σιγά-σιγά η ζωή στην πόλη μετά από το πέρασμα του τυφώνα
  2. εξομαλύνομαι, γίνομαι επίπεδος
    η επιφάνεια στα ξύλινα παθαρυρόφυλλα προτού περαστεί με βερνίκι, πρέπει να ομαλοποιείται με τριβείο ή γυαλόχαρτο

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.