παθητική φωνή

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παθητική φωνή <  δείτε τις λέξεις παθητικός και φωνή  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Πολυλεκτικός όρος

παθητική φωνή θηλυκό

  • (γραμματική) η φωνή του ρήματος που δείχνει ότι το υποκείμενο παθαίνει κάτι ή δέχεται μια ενέργεια (Χρειάζεται επέκταση και παραδείγματα - διευκρίνιση για τη διαφορά φωνής (μορφολογικών καταλήξεων) και διάθεσης)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.