τραγικοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τραγικοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος τραγικοποιώ
Ρήμα
τραγικοποιούμαι (στο τρίτο πρόσωπο)
- με παρουσιάζουν ή με βιώνουν σε τραγικότερες διαστάσεις από εκείνες που έχω στην πραγματικότητα, υπερβάλλουν στα δραματικά στοιχεία που με χαρακτηρίζουν
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τραγικοποιούμαι | τραγικοποιούμουν | θα τραγικοποιούμαι | να τραγικοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | τραγικοποιείσαι | τραγικοποιούσουν | θα τραγικοποιείσαι | να τραγικοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | τραγικοποιείται | τραγικοποιούνταν | θα τραγικοποιείται | να τραγικοποιείται | ||
| α' πληθ. | τραγικοποιούμαστε | τραγικοποιούμασταν τραγικοποιούμαστε |
θα τραγικοποιούμαστε | να τραγικοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | τραγικοποιείστε | τραγικοποιούσασταν τραγικοποιούσαστε |
θα τραγικοποιείστε | να τραγικοποιείστε | τραγικοποιείστε | |
| γ' πληθ. | τραγικοποιούνται | τραγικοποιούνταν | θα τραγικοποιούνται | να τραγικοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τραγικοποιήθηκα | θα τραγικοποιηθώ | να τραγικοποιηθώ | τραγικοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | τραγικοποιήθηκες | θα τραγικοποιηθείς | να τραγικοποιηθείς | τραγικοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | τραγικοποιήθηκε | θα τραγικοποιηθεί | να τραγικοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | τραγικοποιηθήκαμε | θα τραγικοποιηθούμε | να τραγικοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | τραγικοποιηθήκατε | θα τραγικοποιηθείτε | να τραγικοποιηθείτε | τραγικοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | τραγικοποιήθηκαν τραγικοποιηθήκαν(ε) |
θα τραγικοποιηθούν(ε) | να τραγικοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω τραγικοποιηθεί | είχα τραγικοποιηθεί | θα έχω τραγικοποιηθεί | να έχω τραγικοποιηθεί | τραγικοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις τραγικοποιηθεί | είχες τραγικοποιηθεί | θα έχεις τραγικοποιηθεί | να έχεις τραγικοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει τραγικοποιηθεί | είχε τραγικοποιηθεί | θα έχει τραγικοποιηθεί | να έχει τραγικοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε τραγικοποιηθεί | είχαμε τραγικοποιηθεί | θα έχουμε τραγικοποιηθεί | να έχουμε τραγικοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε τραγικοποιηθεί | είχατε τραγικοποιηθεί | θα έχετε τραγικοποιηθεί | να έχετε τραγικοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν τραγικοποιηθεί | είχαν τραγικοποιηθεί | θα έχουν τραγικοποιηθεί | να έχουν τραγικοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
τραγικοποιούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.