στερεοποιούμαι

Ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στερεοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος στερεοποιώ

Ρήμα

στερεοποιούμαι (στο τρίτο πρόσωπο)

  • μετατρέπομαι από μια μορφή ενέργειας υγρή ή αέρια, σε στερεά
  • η λάβα στερεοποιήθηκε

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.