πιστοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πιστοποιούμαι | πιστοποιούμουν | θα πιστοποιούμαι | να πιστοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | πιστοποιείσαι | πιστοποιούσουν | θα πιστοποιείσαι | να πιστοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | πιστοποιείται | πιστοποιούνταν | θα πιστοποιείται | να πιστοποιείται | ||
| α' πληθ. | πιστοποιούμαστε | πιστοποιούμασταν πιστοποιούμαστε |
θα πιστοποιούμαστε | να πιστοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | πιστοποιείστε | πιστοποιούσασταν πιστοποιούσαστε |
θα πιστοποιείστε | να πιστοποιείστε | πιστοποιείστε | |
| γ' πληθ. | πιστοποιούνται | πιστοποιούνταν | θα πιστοποιούνται | να πιστοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πιστοποιήθηκα | θα πιστοποιηθώ | να πιστοποιηθώ | πιστοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | πιστοποιήθηκες | θα πιστοποιηθείς | να πιστοποιηθείς | πιστοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | πιστοποιήθηκε | θα πιστοποιηθεί | να πιστοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | πιστοποιηθήκαμε | θα πιστοποιηθούμε | να πιστοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | πιστοποιηθήκατε | θα πιστοποιηθείτε | να πιστοποιηθείτε | πιστοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | πιστοποιήθηκαν πιστοποιηθήκαν(ε) |
θα πιστοποιηθούν(ε) | να πιστοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω πιστοποιηθεί | είχα πιστοποιηθεί | θα έχω πιστοποιηθεί | να έχω πιστοποιηθεί | πιστοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις πιστοποιηθεί | είχες πιστοποιηθεί | θα έχεις πιστοποιηθεί | να έχεις πιστοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει πιστοποιηθεί | είχε πιστοποιηθεί | θα έχει πιστοποιηθεί | να έχει πιστοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε πιστοποιηθεί | είχαμε πιστοποιηθεί | θα έχουμε πιστοποιηθεί | να έχουμε πιστοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε πιστοποιηθεί | είχατε πιστοποιηθεί | θα έχετε πιστοποιηθεί | να έχετε πιστοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν πιστοποιηθεί | είχαν πιστοποιηθεί | θα έχουν πιστοποιηθεί | να έχουν πιστοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
πιστοποιούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.