μορφοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μορφοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος μορφοποιώ
Ρήμα
μορφοποιούμαι (στο τρίτο πρόσωπο)
- για έντυπα ή άλλα μέσα τα κείμενα των οποίων, η ύλη, πρέπει να πάρει συγκεκριμένη μορφή ώστε να σελιδοποιηθεί και να τυπωθεί ή να δημοσιευθεί σε άλλο μέσο
- τα μορφοποιημένα κείμενα είναι τα διαμορφωμένα με τα κατάλληλα στοιχεία, μεγέθη και χαρακτηριστικά ώστε να προωθηθούν στο επόμενο στάδιο επεξεργασίας προτου εκτυπωθουν ή δημοσιευθούν
- κάτι ασαφές ή αφηρημένο ή συγκεχυμένο παίρνει πιο κατανοητή μορφή
- μορφοποιούνται σκέψεις, προβληματισμοι, σχέδια, όνειρα
- μια εικόνα, ένα βίντεο, μια φωτογραφία ή και μια ολόκληρη ταινια μεγάλου μήκους αλλάζει μορφή με ψηφιακά μέσα
- μορφοποιούνται οι ταινιες κινουμένων σχεδίων αλλά και οπτικο υλικό που κάποιος θέλει να παραμορφώσει
- (υπολογιστές) σχηματίζονται οι λογικές δομές αλλά και η υλική δομή σε ένα σκληρό δίσκο υπολογιστή ή σε μια δισκέτα (φορμάτ)
- μορφοποιειται ο δίσκος
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μορφοποιούμαι | μορφοποιούμουν | θα μορφοποιούμαι | να μορφοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | μορφοποιείσαι | μορφοποιούσουν | θα μορφοποιείσαι | να μορφοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | μορφοποιείται | μορφοποιούνταν | θα μορφοποιείται | να μορφοποιείται | ||
| α' πληθ. | μορφοποιούμαστε | μορφοποιούμασταν μορφοποιούμαστε |
θα μορφοποιούμαστε | να μορφοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | μορφοποιείστε | μορφοποιούσασταν μορφοποιούσαστε |
θα μορφοποιείστε | να μορφοποιείστε | μορφοποιείστε | |
| γ' πληθ. | μορφοποιούνται | μορφοποιούνταν | θα μορφοποιούνται | να μορφοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μορφοποιήθηκα | θα μορφοποιηθώ | να μορφοποιηθώ | μορφοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | μορφοποιήθηκες | θα μορφοποιηθείς | να μορφοποιηθείς | μορφοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | μορφοποιήθηκε | θα μορφοποιηθεί | να μορφοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | μορφοποιηθήκαμε | θα μορφοποιηθούμε | να μορφοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | μορφοποιηθήκατε | θα μορφοποιηθείτε | να μορφοποιηθείτε | μορφοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | μορφοποιήθηκαν μορφοποιηθήκαν(ε) |
θα μορφοποιηθούν(ε) | να μορφοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω μορφοποιηθεί | είχα μορφοποιηθεί | θα έχω μορφοποιηθεί | να έχω μορφοποιηθεί | μορφοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις μορφοποιηθεί | είχες μορφοποιηθεί | θα έχεις μορφοποιηθεί | να έχεις μορφοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει μορφοποιηθεί | είχε μορφοποιηθεί | θα έχει μορφοποιηθεί | να έχει μορφοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε μορφοποιηθεί | είχαμε μορφοποιηθεί | θα έχουμε μορφοποιηθεί | να έχουμε μορφοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε μορφοποιηθεί | είχατε μορφοποιηθεί | θα έχετε μορφοποιηθεί | να έχετε μορφοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν μορφοποιηθεί | είχαν μορφοποιηθεί | θα έχουν μορφοποιηθεί | να έχουν μορφοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
μορφοποιούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.