ωραιοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
ωραιοποιούμαι, π.αόρ.: ωραιοποιήθηκα, μτχ.π.π.: ωραιοποιημένος
- παθητική φωνή του ρήματος ωραιοποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.