διαφοροποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
διαφοροποιούμαι, π.αόρ.: διαφοροποιήθηκα, μτχ.π.π.: διαφοροποιημένος
- παθητική φωνή του ρήματος διαφοροποιώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.