θεοποιούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θεοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος θεοποιώ

Ρήμα

θεοποιούμαι, π.πρτ.: θεοποιούμουν/θεοποιόμουν, π.αόρ.: θεοποιήθηκα, μτχ.π.π.: θεοποιημένος, (ενεργ.: θεοποιώ)

Κλίση

Παθητικός παρατατικός: θεοποιούμουν & θεοποιόμουν

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.