αυτοϊκανοποιούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αυτοϊκανοποιούμαι < αυτο- + ικανοποιούμαι

Ρήμα

αυτοϊκανοποιούμαι

  1. ικανοποιώ τον εαυτό μου
  2. αυνανίζομαι

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.