υποκειμενοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υποκειμενοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος υποκειμενικοποιώ
Ρήμα
υποκειμενοποιούμαι (συνηθως στο τρίτο πρόσωπο για αφηρημένες έννοιες)
- γίνομαι υποκειμενικός, ενώ ήμουν αντικειμενικός
- οι αξιες υποκειμενικοποιήθηκαν αλλά αυτό δεν σημαίνει πως χάθηκε η δυνατότητα αντικειμενικής εκτιμησης ή μέτρησής τους
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υποκειμενοποιούμαι | υποκειμενοποιούμουν | θα υποκειμενοποιούμαι | να υποκειμενοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | υποκειμενοποιείσαι | υποκειμενοποιούσουν | θα υποκειμενοποιείσαι | να υποκειμενοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | υποκειμενοποιείται | υποκειμενοποιούνταν | θα υποκειμενοποιείται | να υποκειμενοποιείται | ||
| α' πληθ. | υποκειμενοποιούμαστε | υποκειμενοποιούμασταν υποκειμενοποιούμαστε |
θα υποκειμενοποιούμαστε | να υποκειμενοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | υποκειμενοποιείστε | υποκειμενοποιούσασταν υποκειμενοποιούσαστε |
θα υποκειμενοποιείστε | να υποκειμενοποιείστε | υποκειμενοποιείστε | |
| γ' πληθ. | υποκειμενοποιούνται | υποκειμενοποιούνταν | θα υποκειμενοποιούνται | να υποκειμενοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υποκειμενοποιήθηκα | θα υποκειμενοποιηθώ | να υποκειμενοποιηθώ | υποκειμενοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | υποκειμενοποιήθηκες | θα υποκειμενοποιηθείς | να υποκειμενοποιηθείς | υποκειμενοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | υποκειμενοποιήθηκε | θα υποκειμενοποιηθεί | να υποκειμενοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | υποκειμενοποιηθήκαμε | θα υποκειμενοποιηθούμε | να υποκειμενοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | υποκειμενοποιηθήκατε | θα υποκειμενοποιηθείτε | να υποκειμενοποιηθείτε | υποκειμενοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | υποκειμενοποιήθηκαν υποκειμενοποιηθήκαν(ε) |
θα υποκειμενοποιηθούν(ε) | να υποκειμενοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω υποκειμενοποιηθεί | είχα υποκειμενοποιηθεί | θα έχω υποκειμενοποιηθεί | να έχω υποκειμενοποιηθεί | υποκειμενοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις υποκειμενοποιηθεί | είχες υποκειμενοποιηθεί | θα έχεις υποκειμενοποιηθεί | να έχεις υποκειμενοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει υποκειμενοποιηθεί | είχε υποκειμενοποιηθεί | θα έχει υποκειμενοποιηθεί | να έχει υποκειμενοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε υποκειμενοποιηθεί | είχαμε υποκειμενοποιηθεί | θα έχουμε υποκειμενοποιηθεί | να έχουμε υποκειμενοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε υποκειμενοποιηθεί | είχατε υποκειμενοποιηθεί | θα έχετε υποκειμενοποιηθεί | να έχετε υποκειμενοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν υποκειμενοποιηθεί | είχαν υποκειμενοποιηθεί | θα έχουν υποκειμενοποιηθεί | να έχουν υποκειμενοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
υποκειμενοποιούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.