καθιστώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθιστώ < αρχαία ελληνική καθίστημι

Ρήμα

καθιστώ, πρτ.: καθιστούσα, στ.μέλλ.: θα καταστήσω, αόρ.: κατέστησα, παθ.φωνή: καθίσταμαι, μτχ.π.π.: κατεστημένος

  • κάνω κάτι ή κάποιον να έχει μια ιδιότητα
    Με τη διαθήκη του καθιστά κληρονόμους του τα παιδιά της αδερφής του
    Πρέπει να του το καταστήσουμε σαφές το ότι δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια
    Την κατέστησε έγκυο

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.