ενοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ενοποιώ
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ενοποιούμαι | ενοποιούμουν | θα ενοποιούμαι | να ενοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | ενοποιείσαι | ενοποιούσουν | θα ενοποιείσαι | να ενοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | ενοποιείται | ενοποιούνταν | θα ενοποιείται | να ενοποιείται | ||
| α' πληθ. | ενοποιούμαστε | ενοποιούμασταν ενοποιούμαστε |
θα ενοποιούμαστε | να ενοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | ενοποιείστε | ενοποιούσασταν ενοποιούσαστε |
θα ενοποιείστε | να ενοποιείστε | ενοποιείστε | |
| γ' πληθ. | ενοποιούνται | ενοποιούνταν | θα ενοποιούνται | να ενοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ενοποιήθηκα | θα ενοποιηθώ | να ενοποιηθώ | ενοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | ενοποιήθηκες | θα ενοποιηθείς | να ενοποιηθείς | ενοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | ενοποιήθηκε | θα ενοποιηθεί | να ενοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | ενοποιηθήκαμε | θα ενοποιηθούμε | να ενοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | ενοποιηθήκατε | θα ενοποιηθείτε | να ενοποιηθείτε | ενοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | ενοποιήθηκαν ενοποιηθήκαν(ε) |
θα ενοποιηθούν(ε) | να ενοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ενοποιηθεί | είχα ενοποιηθεί | θα έχω ενοποιηθεί | να έχω ενοποιηθεί | ενοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις ενοποιηθεί | είχες ενοποιηθεί | θα έχεις ενοποιηθεί | να έχεις ενοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ενοποιηθεί | είχε ενοποιηθεί | θα έχει ενοποιηθεί | να έχει ενοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ενοποιηθεί | είχαμε ενοποιηθεί | θα έχουμε ενοποιηθεί | να έχουμε ενοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ενοποιηθεί | είχατε ενοποιηθεί | θα έχετε ενοποιηθεί | να έχετε ενοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ενοποιηθεί | είχαν ενοποιηθεί | θα έχουν ενοποιηθεί | να έχουν ενοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
ενοποιούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.