μεταβάλλομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μεταβάλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος μεταβάλλω < μετά + βάλλω

Ρήμα

μεταβάλλομαι, πρτ.: μεταβαλλόμουν, στ.μέλλ.: θα μεταβληθώ, αόρ.: μεταβλήθηκα, μτχ. ενεστ. μεταβαλλόμενος

  • αλλάζει η μορφή ή οι απόψεις μου, μεταμορφώνομαι, τροποποιούμαι
    Μεταβάλλονται οι απόψεις -γι' αυτό υπάρχει ο διάλογος
    Ήταν πράος, αλλά με αυτό το δράμα που έζησε, μεταβλήθηκε σε τέρας!

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.