απευαισθητοποιούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απευαισθητοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος απευαισθητοποιώ

Ρήμα

απευαισθητοποιούμαι

  1. (ιατρική) μου προκαλούν απευαισθητοποίηση από αλλεργιογόνες ουσίες
  2. με κάνουν αναίσθητο ή λιγότερο ευαίσθητο ψυχικά και συναισθηματικά, ή γίνομαι λιγότερο ευαίσθητος με δική μου επιλογή

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.