ποινικοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ποινικοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ποινικοποιώ
Ρήμα
ποινικοποιούμαι (στο τρίτο πρόσωπο)
- για ενέργειες που δεν ενέπιπταν στο κοινό ποινικό δίκαιο, αλλά περιλήφθηκαν σε αυτό και θεωρούνται στο εξής ποινικά κολάσιμες
- ποινικοποιήθηκε και η σκέψη
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ποινικοποιούμαι | ποινικοποιούμουν | θα ποινικοποιούμαι | να ποινικοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | ποινικοποιείσαι | ποινικοποιούσουν | θα ποινικοποιείσαι | να ποινικοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | ποινικοποιείται | ποινικοποιούνταν | θα ποινικοποιείται | να ποινικοποιείται | ||
| α' πληθ. | ποινικοποιούμαστε | ποινικοποιούμασταν ποινικοποιούμαστε |
θα ποινικοποιούμαστε | να ποινικοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | ποινικοποιείστε | ποινικοποιούσασταν ποινικοποιούσαστε |
θα ποινικοποιείστε | να ποινικοποιείστε | ποινικοποιείστε | |
| γ' πληθ. | ποινικοποιούνται | ποινικοποιούνταν | θα ποινικοποιούνται | να ποινικοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ποινικοποιήθηκα | θα ποινικοποιηθώ | να ποινικοποιηθώ | ποινικοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | ποινικοποιήθηκες | θα ποινικοποιηθείς | να ποινικοποιηθείς | ποινικοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | ποινικοποιήθηκε | θα ποινικοποιηθεί | να ποινικοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | ποινικοποιηθήκαμε | θα ποινικοποιηθούμε | να ποινικοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | ποινικοποιηθήκατε | θα ποινικοποιηθείτε | να ποινικοποιηθείτε | ποινικοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | ποινικοποιήθηκαν ποινικοποιηθήκαν(ε) |
θα ποινικοποιηθούν(ε) | να ποινικοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ποινικοποιηθεί | είχα ποινικοποιηθεί | θα έχω ποινικοποιηθεί | να έχω ποινικοποιηθεί | ποινικοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις ποινικοποιηθεί | είχες ποινικοποιηθεί | θα έχεις ποινικοποιηθεί | να έχεις ποινικοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ποινικοποιηθεί | είχε ποινικοποιηθεί | θα έχει ποινικοποιηθεί | να έχει ποινικοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ποινικοποιηθεί | είχαμε ποινικοποιηθεί | θα έχουμε ποινικοποιηθεί | να έχουμε ποινικοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ποινικοποιηθεί | είχατε ποινικοποιηθεί | θα έχετε ποινικοποιηθεί | να έχετε ποινικοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ποινικοποιηθεί | είχαν ποινικοποιηθεί | θα έχουν ποινικοποιηθεί | να έχουν ποινικοποιηθεί | ||
Αντώνυμα
- αποποινικοποιούμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.