ανεξαρτητοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανεξαρτητοποιούμαι | ανεξαρτητοποιούμουν | θα ανεξαρτητοποιούμαι | να ανεξαρτητοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | ανεξαρτητοποιείσαι | ανεξαρτητοποιούσουν | θα ανεξαρτητοποιείσαι | να ανεξαρτητοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | ανεξαρτητοποιείται | ανεξαρτητοποιούνταν | θα ανεξαρτητοποιείται | να ανεξαρτητοποιείται | ||
| α' πληθ. | ανεξαρτητοποιούμαστε | ανεξαρτητοποιούμασταν ανεξαρτητοποιούμαστε |
θα ανεξαρτητοποιούμαστε | να ανεξαρτητοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | ανεξαρτητοποιείστε | ανεξαρτητοποιούσασταν ανεξαρτητοποιούσαστε |
θα ανεξαρτητοποιείστε | να ανεξαρτητοποιείστε | ανεξαρτητοποιείστε | |
| γ' πληθ. | ανεξαρτητοποιούνται | ανεξαρτητοποιούνταν | θα ανεξαρτητοποιούνται | να ανεξαρτητοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανεξαρτητοποιήθηκα | θα ανεξαρτητοποιηθώ | να ανεξαρτητοποιηθώ | ανεξαρτητοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | ανεξαρτητοποιήθηκες | θα ανεξαρτητοποιηθείς | να ανεξαρτητοποιηθείς | ανεξαρτητοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | ανεξαρτητοποιήθηκε | θα ανεξαρτητοποιηθεί | να ανεξαρτητοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | ανεξαρτητοποιηθήκαμε | θα ανεξαρτητοποιηθούμε | να ανεξαρτητοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | ανεξαρτητοποιηθήκατε | θα ανεξαρτητοποιηθείτε | να ανεξαρτητοποιηθείτε | ανεξαρτητοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | ανεξαρτητοποιήθηκαν ανεξαρτητοποιηθήκαν(ε) |
θα ανεξαρτητοποιηθούν(ε) | να ανεξαρτητοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ανεξαρτητοποιηθεί | είχα ανεξαρτητοποιηθεί | θα έχω ανεξαρτητοποιηθεί | να έχω ανεξαρτητοποιηθεί | ανεξαρτητοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις ανεξαρτητοποιηθεί | είχες ανεξαρτητοποιηθεί | θα έχεις ανεξαρτητοποιηθεί | να έχεις ανεξαρτητοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ανεξαρτητοποιηθεί | είχε ανεξαρτητοποιηθεί | θα έχει ανεξαρτητοποιηθεί | να έχει ανεξαρτητοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανεξαρτητοποιηθεί | είχαμε ανεξαρτητοποιηθεί | θα έχουμε ανεξαρτητοποιηθεί | να έχουμε ανεξαρτητοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ανεξαρτητοποιηθεί | είχατε ανεξαρτητοποιηθεί | θα έχετε ανεξαρτητοποιηθεί | να έχετε ανεξαρτητοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανεξαρτητοποιηθεί | είχαν ανεξαρτητοποιηθεί | θα έχουν ανεξαρτητοποιηθεί | να έχουν ανεξαρτητοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
ανεξαρτητοποιούμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.