κακοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κακοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος κακοποιώ
Ρήμα
κακοποιούμαι
- υφίσταμαι κάποια μορφή κακοποίησης, κακομεταχείρισης, σε ποικίλους βαθμούς (από φραστική, λεκτική, προσβλητική στα λόγια έως σεξουαλική κακοποίηση ή ξυλοδαρμό), πέφτω θύμα βίας διαφόρων μορφών και έντασης
- (στο τρίτο πρόσωπο, για άψυχα) υφίσταμαι κακομεταχείριση στα χέρια εκεινων που ανέλαβαν να με παρουσιάσουν (για κείμενα, θεατρικά έργα, κινηματογραφικά, για κακές μεταφράσεις) με παραλλάσσουν ή με διασκευάζουν με τρόπο που προσβάλλει τον αρχικό δημιουργό μου
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κακοποιούμαι | κακοποιούμουν | θα κακοποιούμαι | να κακοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | κακοποιείσαι | κακοποιούσουν | θα κακοποιείσαι | να κακοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | κακοποιείται | κακοποιούνταν | θα κακοποιείται | να κακοποιείται | ||
| α' πληθ. | κακοποιούμαστε | κακοποιούμασταν κακοποιούμαστε |
θα κακοποιούμαστε | να κακοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | κακοποιείστε | κακοποιούσασταν κακοποιούσαστε |
θα κακοποιείστε | να κακοποιείστε | κακοποιείστε | |
| γ' πληθ. | κακοποιούνται | κακοποιούνταν | θα κακοποιούνται | να κακοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κακοποιήθηκα | θα κακοποιηθώ | να κακοποιηθώ | κακοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | κακοποιήθηκες | θα κακοποιηθείς | να κακοποιηθείς | κακοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | κακοποιήθηκε | θα κακοποιηθεί | να κακοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | κακοποιηθήκαμε | θα κακοποιηθούμε | να κακοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | κακοποιηθήκατε | θα κακοποιηθείτε | να κακοποιηθείτε | κακοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | κακοποιήθηκαν κακοποιηθήκαν(ε) |
θα κακοποιηθούν(ε) | να κακοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω κακοποιηθεί | είχα κακοποιηθεί | θα έχω κακοποιηθεί | να έχω κακοποιηθεί | κακοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις κακοποιηθεί | είχες κακοποιηθεί | θα έχεις κακοποιηθεί | να έχεις κακοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει κακοποιηθεί | είχε κακοποιηθεί | θα έχει κακοποιηθεί | να έχει κακοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε κακοποιηθεί | είχαμε κακοποιηθεί | θα έχουμε κακοποιηθεί | να έχουμε κακοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε κακοποιηθεί | είχατε κακοποιηθεί | θα έχετε κακοποιηθεί | να έχετε κακοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν κακοποιηθεί | είχαν κακοποιηθεί | θα έχουν κακοποιηθεί | να έχουν κακοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
κακοποιούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.