κακοποιούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κακοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος κακοποιώ

Ρήμα

κακοποιούμαι

  1. υφίσταμαι κάποια μορφή κακοποίησης, κακομεταχείρισης, σε ποικίλους βαθμούς (από φραστική, λεκτική, προσβλητική στα λόγια έως σεξουαλική κακοποίηση ή ξυλοδαρμό), πέφτω θύμα βίας διαφόρων μορφών και έντασης
  2. (στο τρίτο πρόσωπο, για άψυχα) υφίσταμαι κακομεταχείριση στα χέρια εκεινων που ανέλαβαν να με παρουσιάσουν (για κείμενα, θεατρικά έργα, κινηματογραφικά, για κακές μεταφράσεις) με παραλλάσσουν ή με διασκευάζουν με τρόπο που προσβάλλει τον αρχικό δημιουργό μου

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.