τυποποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τυποποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος τυποποιώ
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τυποποιούμαι | τυποποιούμουν | θα τυποποιούμαι | να τυποποιούμαι | ||
| β' ενικ. | τυποποιείσαι | τυποποιούσουν | θα τυποποιείσαι | να τυποποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | τυποποιείται | τυποποιούνταν | θα τυποποιείται | να τυποποιείται | ||
| α' πληθ. | τυποποιούμαστε | τυποποιούμασταν τυποποιούμαστε |
θα τυποποιούμαστε | να τυποποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | τυποποιείστε | τυποποιούσασταν τυποποιούσαστε |
θα τυποποιείστε | να τυποποιείστε | τυποποιείστε | |
| γ' πληθ. | τυποποιούνται | τυποποιούνταν | θα τυποποιούνται | να τυποποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τυποποιήθηκα | θα τυποποιηθώ | να τυποποιηθώ | τυποποιηθεί | ||
| β' ενικ. | τυποποιήθηκες | θα τυποποιηθείς | να τυποποιηθείς | τυποποιήσου | ||
| γ' ενικ. | τυποποιήθηκε | θα τυποποιηθεί | να τυποποιηθεί | |||
| α' πληθ. | τυποποιηθήκαμε | θα τυποποιηθούμε | να τυποποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | τυποποιηθήκατε | θα τυποποιηθείτε | να τυποποιηθείτε | τυποποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | τυποποιήθηκαν τυποποιηθήκαν(ε) |
θα τυποποιηθούν(ε) | να τυποποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω τυποποιηθεί | είχα τυποποιηθεί | θα έχω τυποποιηθεί | να έχω τυποποιηθεί | τυποποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις τυποποιηθεί | είχες τυποποιηθεί | θα έχεις τυποποιηθεί | να έχεις τυποποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει τυποποιηθεί | είχε τυποποιηθεί | θα έχει τυποποιηθεί | να έχει τυποποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε τυποποιηθεί | είχαμε τυποποιηθεί | θα έχουμε τυποποιηθεί | να έχουμε τυποποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε τυποποιηθεί | είχατε τυποποιηθεί | θα έχετε τυποποιηθεί | να έχετε τυποποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν τυποποιηθεί | είχαν τυποποιηθεί | θα έχουν τυποποιηθεί | να έχουν τυποποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
τυποποιούμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.