συγκεκριμενοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συγκεκριμενοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος συγκεκριμενοποιώ
Ρήμα
συγκεκριμενοποιούμαι (συνηθως στο τρίτο πρόσωπο για αφηρημένες έννοιες)
- από αφηρημένος, γενικός, ασαφής, γίνομαι συγκεκριμένος, σαφέστερος
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συγκεκριμενοποιούμαι | συγκεκριμενοποιούμουν | θα συγκεκριμενοποιούμαι | να συγκεκριμενοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | συγκεκριμενοποιείσαι | συγκεκριμενοποιούσουν | θα συγκεκριμενοποιείσαι | να συγκεκριμενοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | συγκεκριμενοποιείται | συγκεκριμενοποιούνταν | θα συγκεκριμενοποιείται | να συγκεκριμενοποιείται | ||
| α' πληθ. | συγκεκριμενοποιούμαστε | συγκεκριμενοποιούμασταν συγκεκριμενοποιούμαστε |
θα συγκεκριμενοποιούμαστε | να συγκεκριμενοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | συγκεκριμενοποιείστε | συγκεκριμενοποιούσασταν συγκεκριμενοποιούσαστε |
θα συγκεκριμενοποιείστε | να συγκεκριμενοποιείστε | συγκεκριμενοποιείστε | |
| γ' πληθ. | συγκεκριμενοποιούνται | συγκεκριμενοποιούνταν | θα συγκεκριμενοποιούνται | να συγκεκριμενοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συγκεκριμενοποιήθηκα | θα συγκεκριμενοποιηθώ | να συγκεκριμενοποιηθώ | συγκεκριμενοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | συγκεκριμενοποιήθηκες | θα συγκεκριμενοποιηθείς | να συγκεκριμενοποιηθείς | συγκεκριμενοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | συγκεκριμενοποιήθηκε | θα συγκεκριμενοποιηθεί | να συγκεκριμενοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | συγκεκριμενοποιηθήκαμε | θα συγκεκριμενοποιηθούμε | να συγκεκριμενοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | συγκεκριμενοποιηθήκατε | θα συγκεκριμενοποιηθείτε | να συγκεκριμενοποιηθείτε | συγκεκριμενοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | συγκεκριμενοποιήθηκαν συγκεκριμενοποιηθήκαν(ε) |
θα συγκεκριμενοποιηθούν(ε) | να συγκεκριμενοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συγκεκριμενοποιηθεί | είχα συγκεκριμενοποιηθεί | θα έχω συγκεκριμενοποιηθεί | να έχω συγκεκριμενοποιηθεί | συγκεκριμενοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις συγκεκριμενοποιηθεί | είχες συγκεκριμενοποιηθεί | θα έχεις συγκεκριμενοποιηθεί | να έχεις συγκεκριμενοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συγκεκριμενοποιηθεί | είχε συγκεκριμενοποιηθεί | θα έχει συγκεκριμενοποιηθεί | να έχει συγκεκριμενοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συγκεκριμενοποιηθεί | είχαμε συγκεκριμενοποιηθεί | θα έχουμε συγκεκριμενοποιηθεί | να έχουμε συγκεκριμενοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συγκεκριμενοποιηθεί | είχατε συγκεκριμενοποιηθεί | θα έχετε συγκεκριμενοποιηθεί | να έχετε συγκεκριμενοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συγκεκριμενοποιηθεί | είχαν συγκεκριμενοποιηθεί | θα έχουν συγκεκριμενοποιηθεί | να έχουν συγκεκριμενοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
συγκεκριμενοποιούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.