ευαισθητοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ευαισθητοποιούμαι, παθητική φωνή του ευαισθητοποιώ
Ρήμα
ευαισθητοποιούμαι
- δείχνω ευαισθησία για κάτι, καθίσταμαι ευαίσθητος, ενδιαφέρομαι ενεργά για ένα θέμα (συνήθως κοινωνικό)
- συγκινούμαι από ένα ερέθισμα και στη συνέχεια δείχνω ευαισθησία και ενδιαφέρον για κάτι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.