υλοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υλοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος υλοποιώ
Ρήμα
υλοποιούμαι
- γίνομαι πραγματικός, παίρνω "σάρκα και οστά", με πραγματοποιούν
- υλοποιούνται τα όνειρα, τα σχέδια, τα οράματα, οι προσδοκίες, τα προγράμματα
- εμφανίζομαι (για οπτασίες που κάποιοι πιστεύουν ότι αποκτούν υλική υπόσταση)
Συγγενικά
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | υλοποιούμαι | υλοποιούμουν | θα υλοποιούμαι | να υλοποιούμαι | υλοποιούμενος | |
| β' ενικ. | υλοποιείσαι | υλοποιούσουν | θα υλοποιείσαι | να υλοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | υλοποιείται | υλοποιούνταν | θα υλοποιείται | να υλοποιείται | ||
| α' πληθ. | υλοποιούμαστε | υλοποιούμασταν υλοποιούμαστε |
θα υλοποιούμαστε | να υλοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | υλοποιείστε | υλοποιούσασταν υλοποιούσαστε |
θα υλοποιείστε | να υλοποιείστε | υλοποιείστε | |
| γ' πληθ. | υλοποιούνται | υλοποιούνταν | θα υλοποιούνται | να υλοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | υλοποιήθηκα | θα υλοποιηθώ | να υλοποιηθώ | υλοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | υλοποιήθηκες | θα υλοποιηθείς | να υλοποιηθείς | υλοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | υλοποιήθηκε | θα υλοποιηθεί | να υλοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | υλοποιηθήκαμε | θα υλοποιηθούμε | να υλοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | υλοποιηθήκατε | θα υλοποιηθείτε | να υλοποιηθείτε | υλοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | υλοποιήθηκαν υλοποιηθήκαν(ε) |
θα υλοποιηθούν(ε) | να υλοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω υλοποιηθεί | είχα υλοποιηθεί | θα έχω υλοποιηθεί | να έχω υλοποιηθεί | υλοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις υλοποιηθεί | είχες υλοποιηθεί | θα έχεις υλοποιηθεί | να έχεις υλοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει υλοποιηθεί | είχε υλοποιηθεί | θα έχει υλοποιηθεί | να έχει υλοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε υλοποιηθεί | είχαμε υλοποιηθεί | θα έχουμε υλοποιηθεί | να έχουμε υλοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε υλοποιηθεί | είχατε υλοποιηθεί | θα έχετε υλοποιηθεί | να έχετε υλοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν υλοποιηθεί | είχαν υλοποιηθεί | θα έχουν υλοποιηθεί | να έχουν υλοποιηθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.