κινητοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κινητοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος κινητοποιώ
Ρήμα
κινητοποιούμαι
- αναλαμβάνω δράση σε έναν συγκεκριμένο τομέα ή και σε πολλούς (συχνά για διεκδικήσεις ομαδικές)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κινητοποιούμαι | κινητοποιούμουν | θα κινητοποιούμαι | να κινητοποιούμαι | ||
| β' ενικ. | κινητοποιείσαι | κινητοποιούσουν | θα κινητοποιείσαι | να κινητοποιείσαι | ||
| γ' ενικ. | κινητοποιείται | κινητοποιούνταν | θα κινητοποιείται | να κινητοποιείται | ||
| α' πληθ. | κινητοποιούμαστε | κινητοποιούμασταν κινητοποιούμαστε |
θα κινητοποιούμαστε | να κινητοποιούμαστε | ||
| β' πληθ. | κινητοποιείστε | κινητοποιούσασταν κινητοποιούσαστε |
θα κινητοποιείστε | να κινητοποιείστε | κινητοποιείστε | |
| γ' πληθ. | κινητοποιούνται | κινητοποιούνταν | θα κινητοποιούνται | να κινητοποιούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κινητοποιήθηκα | θα κινητοποιηθώ | να κινητοποιηθώ | κινητοποιηθεί | ||
| β' ενικ. | κινητοποιήθηκες | θα κινητοποιηθείς | να κινητοποιηθείς | κινητοποιήσου | ||
| γ' ενικ. | κινητοποιήθηκε | θα κινητοποιηθεί | να κινητοποιηθεί | |||
| α' πληθ. | κινητοποιηθήκαμε | θα κινητοποιηθούμε | να κινητοποιηθούμε | |||
| β' πληθ. | κινητοποιηθήκατε | θα κινητοποιηθείτε | να κινητοποιηθείτε | κινητοποιηθείτε | ||
| γ' πληθ. | κινητοποιήθηκαν κινητοποιηθήκαν(ε) |
θα κινητοποιηθούν(ε) | να κινητοποιηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω κινητοποιηθεί | είχα κινητοποιηθεί | θα έχω κινητοποιηθεί | να έχω κινητοποιηθεί | κινητοποιημένος | |
| β' ενικ. | έχεις κινητοποιηθεί | είχες κινητοποιηθεί | θα έχεις κινητοποιηθεί | να έχεις κινητοποιηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει κινητοποιηθεί | είχε κινητοποιηθεί | θα έχει κινητοποιηθεί | να έχει κινητοποιηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε κινητοποιηθεί | είχαμε κινητοποιηθεί | θα έχουμε κινητοποιηθεί | να έχουμε κινητοποιηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε κινητοποιηθεί | είχατε κινητοποιηθεί | θα έχετε κινητοποιηθεί | να έχετε κινητοποιηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν κινητοποιηθεί | είχαν κινητοποιηθεί | θα έχουν κινητοποιηθεί | να έχουν κινητοποιηθεί | ||
Μεταφράσεις
κινητοποιούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.