κινητοποιούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κινητοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος κινητοποιώ

Ρήμα

κινητοποιούμαι

  • αναλαμβάνω δράση σε έναν συγκεκριμένο τομέα ή και σε πολλούς (συχνά για διεκδικήσεις ομαδικές)

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.